προθαλης

προθαλης
    προθαλής
    προ-θᾰλής
    2
    быстро растущий (sc. παῖς HH.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προθαλης" в других словарях:

  • προθαλής — early growing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθαλής — ές, Α αυτός που βλαστάνει πρώιμα, αυτός που αναπτύσσεται πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θαλής (< θάλλω «βλαστάνω»)] …   Dictionary of Greek

  • θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»